-
1 οἶδμα
A swelling, swell, in Hom. only of water, ὁ δ' ἐπέσσυτο οἴδματι θύων, of a river, with swollen waves, Il.21.234 ; of the sea,ὁ δ' ἔστενεν οἴδματι θύων 23.230
, cf. Hes. Th. 109 ;ἐπ' οἴδματι μάργῳ Emp. 100.7
, cf. 24 ; (lyr.) ;οἶ. θαλάσσης h.Cer.14
;οἶδμ' ἅλιον h.Ap. 417
, Pi.Fr. 221 (codd. S.E.) ;γλαυκᾶς ἐπ' οἶδμα λίμνας S.Fr. 476
(lyr.) ;ἐς οἶ. πόντου E.Or. 991
(lyr.);οἶ. πόντιον Id.IA 704
: hence, generally, the sea, S.Ant. 588 (lyr.) ; Τύριον, Φρύγιον οἶδμα, E.Ph. 202, Hel. 369 (both lyr.), etc. ;ἐς οἶδμ' ἁλός Id.Hec.26
; τῶν κατ' οἶδμα παρθένων the Nereids, Id.Hel.6 ;Αἴγαιον οἶ. Id.IA 1601
, cf. IT 1412, al. ; διὰ πόντιον οἶδμα (mock heroic) Antiph. 196.3.II οἶ. νότων the swelling of the south-west wind, AP9.36 (Secund.). -
2 μάργος
A mad, μάργε madman! Od.16.421;μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν 23.11
, cf. Pi.O.2.96, etc.;θυμὸς μ. Thgn.1301
;λύσσης πνεύματι μάργῳ A.Pr. 884
(anap.); τάσδε τὰς μάργους, of the Furies, Id.Eu.l.c.; μάργοι ἡδοναί Pl.l.c.; of horses, rampant, furious,μάργων ἐπιβήτορες ἵππων Hom.Epigr.4.4
, cf.A.Th. 475; of wine,οἶνος δέ οἱ ἔπλετο μάργος Hes.Fr. 121
.2 of appetite, greedy, gluttonous,μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ Od.18.2
;τὸ μ. σῆς γνάθου E.Cyc. 310
: metaph.,οἴδματι μάργῳ Emp.100.7
;μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Phryn.Trag.5.4
.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский